- ουσία
- Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία.
Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά συγγράμματα. Στα κείμενα του Αριστοτέλη, ο. είναι η φύση, ο αληθινός ορισμός ενός πράγματος. Σε εκείνα του Πλάτωνα, είναι η πραγματικότητα, το «όντως είναι». Ο Δημόκριτος εξάλλου ονομάζει τα άτομα «μικραί ο.». Στα νεότερα φιλοσοφικά κείμενα, ο. είναι ο σταθερός φορέας των ιδιοτήτων των όντων που εναλλάσσονται. Ο Καρτέσιος παραδέχεται δύο ο., την απόλυτη και την αυτοτελή. Η πρώτη είναι θεός και η δεύτερη η «παράγωγος ο.». Ο Σπινόζα διδάσκει ότι υπάρχει μόνο μια ο., ενώ ο Καντ γράφει ότι η ο. είναι έννοια, προϊόν της διάνοιας των ανθρώπων.
Οι αποκρυφιστές παραδέχονται ότι η ο. είναι η βάση κάθε υλικής εκδήλωσης ή υλικού όντος. Η ο., υποστηρίζουν, είναι διάχυτη στο σύμπαν, αλλά είναι ασύλληπτη από τις αισθήσεις των ανθρώπων.
* * *η (ΑΜ οὐσία, Α ιων. τ. οὐσίη, δωρ. τ. ἐσσία και ὠσία)1. η πραγματική υπόσταση, η σύσταση ενός πράγματος2. (φιλοσ.) α) το είναι, η ύπαρξηβ) η σταθερότητα που ενυπάρχει στα φαινόμενα η οποία αποτελεί την ταυτότητα ενός αντικειμένου προς τον εαυτό του, παρά την πολλαπλότητα τών μορφών του με το πέρασμα τού χρόνου και τις αλλαγές που επέρχονται σε αυτό3. φρ. «κατ' ουσίαν» — στην πραγματικότητανεοελλ.1. φυσικό σώμα, ύλη («εκρηκτική ουσία»)2. η βαθύτερη έννοια («η ουσία τού ζητήματος»)3. η σπουδαιότητα, η σοβαρότητα («λόγια χωρίς ουσία»)4. η ιδιάζουσα ευάρεστη γεύση, η νοστιμιάμσν.στον πληθ. αἱ οὐσίαιβυζαντινά βοηθητικά πλοίαμσν.-αρχ.1. εκκλ. α) η ύπαρξη τού Θεούβ) ο άρτος που απομένει μετά τη θεία ευχαριστία2. η υλική αιτία («ἡ οὐσία αἰτία τοῡ εἶναι ἕκαστον», Αριστοτ.)αρχ.1. ό,τι ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, ιδιοκτησία, περιουσία («ἀδίκως δημεύεσθαι τὴν οὐσίαν», Λυσ.)2. (φιλοσ.) α) η αληθινή φύση ενός πράγματοςβ) η φύση, το είδος ενός πράγματος («ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον», Πλάτ.)γ) το όντως είναι, η πραγματικότητα3. (ως λογ. κατηγορία) πρωταρχικό στοιχείο (α. «αἱ πρῶται οὐσίαι» — τα άτομα, Αριστοτ.β. «αἱ δεύτεραι οὐσίαι» — τα είδη και τα γένη, Αριστοτ.γ. «ἡ μὲν ψυχὴ οὐσία ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη», Αριστοτ.)4. (στα μαθηματικά) κάθε αφηρημένη έννοια («μονὰς οὐσία ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐσία θετός», Αριστοτ.)5. (στους Πυθαγορείους) η μονάδα6. (στη μαγεία) υλικό αντικείμενο μέσω τού οποίου γίνεται συνάφεια μεταξύ τού υπερφυσικού μέσου και τού προσώπου για το οποίο ζητείται να ενεργήσει το μέσο αυτό, όπως είναι λ.χ. η τρίχα7. είδος εμπλάστρου8. ακαθαρσία από τάφο9. στον πληθ. α) καθετί που ανθίσταται στη φωτιάβ) τα τέσσερα σώματα, χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος και σίδηρος10. φρ. α) «κυνοκεφάλου οὐσία» ἡ «κυνὸς οὐσία» — η κόπροςβ) «μικραὶ οὐσίαι» — τα άτομα τής θεωρίας τού Δημοκρίτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὐσία είναι το μοναδικό παράγωγο τού ρήματος εἰμί* και σχηματίστηκε από το θηλ. οὖσα τής μτχ. ὤν, ὄντος με κατάλ. -ία (πρβλ. γέρων: γερουσία). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην αττ. διάλ.].
Dictionary of Greek. 2013.